- μεταρσιώνω
- (Α μεταρσιῶ, -άω) [μετάρσιος]εγείρω, υψώνω στον αέρα, σηκώνω ψηλά(| (νεοελλ.-μσν.) μτφ. προκαλώ ψυχική ανάταση («οι ψυχές τών πιστών μεταρσιώθηκαν με τις ψαλμωδίες»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταρσιώνω — μεταρσίωσα, μεταρσιώθηκα, μεταρσιωμένος 1. υψώνω κάτι στον αέρα. 2. μτφ., εξυψώνω πνευματικά: Μεταρσίωσε τις ψυχές των πιστών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταρσίωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταρσιώνω, ανύψωση στον αέρα 2. μτφ. εξύψωση τού πνεύματος και τής ψυχής, κατάνυξη («η μεταρσίωση τού πνεύματος είναι έργο τής θρησκείας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρσιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Γ.… … Dictionary of Greek
μεταρσιωτικός — ή, ό [μεταρσιώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταρσίωση ή αυτός που προκαλεί μεταρσίωση («μεταρσιωτικοί ύμνοι») … Dictionary of Greek